χρηστομαθής — an adept in polite learning masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηστομαθῆ — χρηστομαθής an adept in polite learning masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-μαθής — (AM μαθής) β συνθετικό λόγιας προέλευσης επιθέτων < αρχ. μαθής < μάθος < μανθάνω*, που σημαίνουν τον γνώστη, αυτόν που έχει μάθει και γνωρίζει κάτι.Παραδείγματα σύνθ. σε μαθής: αμαθής, αρτιμαθής, αυτομαθής, δυσμαθής, ευμαθής, ημιμαθής,… … Dictionary of Greek
χρηστομάθεια — η, ΝΜΑ, και δ. τ. χρηστομαθία Μ [χρηστομαθής] 1. εκμάθηση χρήσιμων πραγμάτων, απόκτηση ωφέλιμων γνώσεων 2. ηθοπλαστικό εγχειρίδιο με σύνοψη τών βασικών αξιόλογων γνώσεων, με αυτοτελή διηγήματα και με αποσπάσματα από έργα τών κορυφαίων κλασικών… … Dictionary of Greek
χρηστομαθώ — έω, Α [χρηστομαθής] 1. είμαι φιλομαθής 2. μαθαίνω ό,τι είναι χρήσιμο, ωφέλιμο … Dictionary of Greek
χρηστομαθώς — Α επίρρ. βλ. χρηστομαθής … Dictionary of Greek