χρηστομαθής

χρηστομαθής
-ές, Α
1. φιλομαθής
2. αυτός που μαθαίνει καθετί το χρήσιμο, το ωφέλιμο
3. (για αφηρημένα πράγμ.) αυτός που αξίζει να γίνει αντικείμενο μελέτης
4. το ουδ. ως ουσ.) τὸ χρηστομαθές
η χρηστομάθεια.
επίρρ...
χρηστομαθῶς Α
με φιλομάθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + -μαθής (< μάθος [τὸ] «γνώση, μάθηση» < μανθάνω), πρβλ. ἀξιο-μαθής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χρηστομαθής — an adept in polite learning masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηστομαθῆ — χρηστομαθής an adept in polite learning masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -μαθής — (AM μαθής) β συνθετικό λόγιας προέλευσης επιθέτων < αρχ. μαθής < μάθος < μανθάνω*, που σημαίνουν τον γνώστη, αυτόν που έχει μάθει και γνωρίζει κάτι.Παραδείγματα σύνθ. σε μαθής: αμαθής, αρτιμαθής, αυτομαθής, δυσμαθής, ευμαθής, ημιμαθής,… …   Dictionary of Greek

  • χρηστομάθεια — η, ΝΜΑ, και δ. τ. χρηστομαθία Μ [χρηστομαθής] 1. εκμάθηση χρήσιμων πραγμάτων, απόκτηση ωφέλιμων γνώσεων 2. ηθοπλαστικό εγχειρίδιο με σύνοψη τών βασικών αξιόλογων γνώσεων, με αυτοτελή διηγήματα και με αποσπάσματα από έργα τών κορυφαίων κλασικών… …   Dictionary of Greek

  • χρηστομαθώ — έω, Α [χρηστομαθής] 1. είμαι φιλομαθής 2. μαθαίνω ό,τι είναι χρήσιμο, ωφέλιμο …   Dictionary of Greek

  • χρηστομαθώς — Α επίρρ. βλ. χρηστομαθής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”